πλαστογράφος

πλαστογράφος
ο , η фальсификатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλαστογράφος" в других словарях:

  • πλαστογράφος — forger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογράφος — ο, ΝΜΑ αυτός που διαπράττει πλαστογραφία, αυτός που ασχολείται με την κατάρτιση πλαστών εγγράφων με την έντεχνη απομίμηση ξένου γραφικού χαρακτήρα ή διακριτικών συμβόλων, αποβλέποντας κυρίως σε προσωπικό όφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • πλαστογράφος — ο αυτός που πλαστογραφεί: Οι πλαστογράφοι τιμωρούνται αυστηρά από τον ποινικό νόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

  • πλαστογράφε — πλαστογράφος forger masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογράφοι — πλαστογράφος forger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογράφοις — πλαστογράφος forger masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογράφους — πλαστογράφος forger masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογράφων — πλαστογράφος forger masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»